κρεοβόρος

From LSJ
Revision as of 21:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεοβόρος Medium diacritics: κρεοβόρος Low diacritics: κρεοβόρος Capitals: ΚΡΕΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: kreobóros Transliteration B: kreoboros Transliteration C: kreovoros Beta Code: kreobo/ros

English (LSJ)

ον, fed on flesh, A.Supp.287 (Abresch for κρεόβροτος).Rev. Supplement: κρεοβόρος feeding on meat; κρεόβοτος fed on meat

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
carnivore.
Étymologie: κρέας, βιβρώσκω.

Greek (Liddell-Scott)

κρεοβόρος: -ον, τρεφόμενος διὰ κρέατος, κρεοφάγος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 287, ἐκ διορθώσεως ἐν τῇ τοῦ Butler ἐκδόσει ἀντὶ κρεόβροτος· ― παρὰ Νικήτ. κρεωβ-, ἴδε κρεω-.

Greek Monolingual

κρεοβόρος, ὁ (Α)
κρεατοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -βόρος (< βορά), πρβλ. δημο-βόρος, σαρκο-βόρος].

Russian (Dvoretsky)

κρεοβόρος: питающийся мясом (Ἀμαζόνες Aesch. - v.l. κρεόβροτος).