κυψελίς

From LSJ
Revision as of 22:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυψελίς Medium diacritics: κυψελίς Low diacritics: κυψελίς Capitals: ΚΥΨΕΛΙΣ
Transliteration A: kypselís Transliteration B: kypselis Transliteration C: kypselis Beta Code: kuyeli/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, = κυψέλιον, of swallows' or sand-martins' nests, ib.618a34. II wax in the ears, Ruf.Onom.223, Aret.SD1.15, Luc.Lex.1, Lib.Decl. 26.35:—also κυψελίτης ῥύπος, ὁ, EM549.24.

German (Pape)

[Seite 1539] ίδος, ἡ, dim. zu κυψέλη, kleines Behältniß, Höhle, Arist. H. A. 9, 30. – Auch das Ohrenschmalz, Luc. Lexiph. 1; VLL.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
ordure dans les oreilles.
Étymologie: κυψέλη.

Greek (Liddell-Scott)

κυψελίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ κυψέλη, ἴδε ἐν λέξ. κύψελος. ΙΙ. ἡ ἐντὸς τῶν ὤτων κιτρίνη ὕλη, Λουκ. Λεξιφ. 1, Λιβάν. 4. 144· ― οὕτω κυψελίτης, ῥύπος, ὁ, Ἐτυμολ. Μέγ.· ― κυψελόβυστος, ον, (κύω) πεφραγμένος διὰ κυψέλης, ὦτα Λουκ. Λεξιφ. 1.

Greek Monolingual

κυψελίς, -ίδος, ἡ (Α)
βλ. κυψελίδα.

Russian (Dvoretsky)

κυψελίς: ίδος (ῐδ) ἡ
1) небольшая полость, гнездо Arst.;
2) ушная сера Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυψελίς -ίδος, ἡ [κυψέλη] oorsmeer.