λυγοτευχής

From LSJ
Revision as of 22:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠγοτευχής Medium diacritics: λυγοτευχής Low diacritics: λυγοτευχής Capitals: ΛΥΓΟΤΕΥΧΗΣ
Transliteration A: lygoteuchḗs Transliteration B: lygoteuchēs Transliteration C: lygotefchis Beta Code: lugoteuxh/s

English (LSJ)

ές, made of withes, κύρτος AP9.562 (Crin.).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
travaillé avec de l'osier.
Étymologie: λύγος, τεύχω.

Greek (Liddell-Scott)

λῠγοτευχής: -ές, πεποιημένος ἐκ λυγαρ~ιᾶς, κύρτος Ἀνθ. Π. 9. 562.

Greek Monolingual

λυγοτευχής, -ές (Α)
κατασκευασμένος από κλαδιά λυγαριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύγος «λυγαριά» + -τευχής (< τεῦχος < τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. νεοτευχής, τοξοτευχής].

Greek Monotonic

λῠγοτευχής: -ές (τεύχω), φτιαγμένος από λυγαριά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λῠγοτευχής: сплетенный из ивовых прутьев, ивовый (κύρτος Anth.).

Middle Liddell

λῠγο-τευχής, ές τεύχω
made of withes, Anth.