κοιλιοπώλης
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
ου, ὁ, tripe-seller, Ar.Eq.200.
German (Pape)
[Seite 1466] ὁ, der Magen od. Magenwurst verkauft, Ar. Equ. 200.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
marchand de tripes.
Étymologie: κοιλία, πωλέω.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλιοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν κοιλίας («πατσᾶν»), Ἀριστοφ. Ἱππ. 200.
Greek Monolingual
κοίλιοπώλης, ὁ (Α)
(κωμ. λ. στον Αριστοφ.) αυτός που πουλά κοιλιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + -πώλης (< πωλῶ)].
Greek Monotonic
κοιλιοπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), αυτός που πουλά πατσά, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοιλιοπώλης -ου, ὁ [κοιλία, πωλέω] pensverkoper, worstverkoper.
Russian (Dvoretsky)
κοιλιοπώλης: ου ὁ торговец потрохами Arph.