κρουστέον
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
one must knock at, τηνδεδί (sc. θύραν) Ar.Ec.989.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de κρούω.
Greek (Liddell-Scott)
κρουστέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ κρούειν, τὴν θύραν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 989.
Russian (Dvoretsky)
κρουστέον: adj. verb. к κρούω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρουστέον, adj. verb. van κρούω, er moet gebeukt worden.