μαρμαρωπός

From LSJ
Revision as of 22:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit

Menander, Monostichoi, 433
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαρμᾰρωπός Medium diacritics: μαρμαρωπός Low diacritics: μαρμαρωπός Capitals: ΜΑΡΜΑΡΩΠΟΣ
Transliteration A: marmarōpós Transliteration B: marmarōpos Transliteration C: marmaropos Beta Code: marmarwpo/s

English (LSJ)

όν, with sparkling eyes, Λύσσα E.HF884 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont le regard ou l'aspect pétrifie.
Étymologie: μάρμαρος, ὤψ.

Greek (Liddell-Scott)

μαρμᾰρωπός: -όν, ἔχων μαρμαίροντας, ἀκτινοβολοῦντας ὀφθαλμούς, Λύσσα Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 883.

Greek Monolingual

μαρμαρωπός, -ή, -όν (Α)
αυτός που έχει ακτινοβόλα, λαμπερά μάτια («Λύσσα μαρμαρωπός», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + -ωπός (ὤψ, ὠπός «μάτι, όψη»), πρβλ. αρρεν-ωπός σκυθρ-ωπός].

Greek Monotonic

μαρμᾰρωπός: -όν (ὤψ), αυτός που έχει σπινθηροβόλα μάτια, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μαρμᾱρωπός: с горящими глазами, со сверкающим взором (λύσσα Eur.).

Middle Liddell

μαρμᾰρ-ωπός, όν [ὤψ]
with sparkling eyes, Eur.