μελίρρυτος

From LSJ
Revision as of 22:47, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελίρρῠτος Medium diacritics: μελίρρυτος Low diacritics: μελίρρυτος Capitals: ΜΕΛΙΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: melírrytos Transliteration B: melirrytos Transliteration C: melirrytos Beta Code: meli/rrutos

English (LSJ)

ον, = μελίρροος (flowing with honey), κρῆναι Pl. Ion 534b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui laisse couler le miel.
Étymologie: μέλι, ῥέω.

Greek (Liddell-Scott)

μελίρρῠτος: -ον, = τῷ προηγ., κρῆναι Πλάτ. Ἴων 534Α, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. 6. 32.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μελίρρυτος, -ον)
1. αυτός που το στόμα του στάζει μέλι, μελιστάλαχτος, μελισταγής («τοὺς μελιρρύτους ποταμούς τῆς σοφίας» — τους τρεις Ιεράρχες)
2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλιφωνή μελίρρυτη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ῥυτός (< ῥέω), πρβλ. αιμόρρυτος, αλίρρυτος].

Greek Monotonic

μελίρρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός που ρέει μέλι, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μελίρρῠτος: струящий мед, текущий медом (κρῆναι Plat.).

Middle Liddell

μελίρ-ρῠτος, ον [ῥέω]
honey-flowing, Plat.