νυκτίσεμνος
From LSJ
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
English (LSJ)
ον, solemnized by night, δεῖπνα A.Eu.108.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à qui l'on rend un culte nocturne.
Étymologie: νύξ, σεμνός.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτίσεμνος: ὁ ἐν νυκτὶ σεμνῶς γινόμενος, δεῖπνα Αἰσχύλ. Εὐμ. 108.
Greek Monolingual
νυκτίσεμνος, -ον (Α)
αυτός που γίνεται με σεμνότητα τη νύχτα («τὰ νυκτίσεμνα δεῖπνα ἐπ' ἐσχάρᾳ πυρὸς ἔθυον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + σεμνός.
Greek Monotonic
νυκτίσεμνος: -ον, αυτός που εορτάζεται με σεμνό τρόπο τη νύχτα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
νυκτίσεμνος: (ῐ) культ. справляемый ночью (δεῖπνα Aesch.).
Middle Liddell
solemnised by night, Aesch.