παλαιομάτωρ

From LSJ
Revision as of 07:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

περιστάσεις ἄνδρα δεικνύουσιν → circumstances show the man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλαιομάτωρ Medium diacritics: παλαιομάτωρ Low diacritics: παλαιομάτωρ Capitals: ΠΑΛΑΙΟΜΑΤΩΡ
Transliteration A: palaiomátōr Transliteration B: palaiomatōr Transliteration C: palaiomator Beta Code: palaioma/twr

English (LSJ)

[μᾱ], ορος, ἡ, ancient mother, E.Supp.628 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 445] ορος, ἡ, v.l. von παλαιμάτωρ, bei Eur.

French (Bailly abrégé)

ορος (ἡ) :
mère antique.
Étymologie: παλαιός, μήτηρ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαιομάτωρ: -ορος, ἡ, παλαιὰ μήτηρ. Εὐρ. Ἱκέτ. 628.

Greek Monolingual

παλαιομάτωρ, -ορος, ἡ (Α)
αυτή που υπήρξε μητέρα σε παλαιούς χρόνους («ἰὼ Ζεῡ, τᾱς παλαιομάτορας παιδογόνε πόριος Ἰνάχου», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο- + -μᾶτωρ (< μήτηρ)].

Greek Monotonic

πᾰλαιομάτωρ: -ορος, ὁ (μήτηρ), παλιά μητέρα, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλαιομάτωρ -ορος, ἡ [παλαιός, μήτηρ] Dor., oude moeder.

Russian (Dvoretsky)

παλαιομάτωρ: ορος ἡ дор. = * παλαιομήτωρ.

Middle Liddell

πᾰλαιο-μάτωρ, ορος, ὁ, μήτηρ
ancient mother, Eur.