συμμεταπίπτω

From LSJ
Revision as of 09:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμεταπίπτω Medium diacritics: συμμεταπίπτω Low diacritics: συμμεταπίπτω Capitals: ΣΥΜΜΕΤΑΠΙΠΤΩ
Transliteration A: symmetapíptō Transliteration B: symmetapiptō Transliteration C: symmetapipto Beta Code: summetapi/ptw

English (LSJ)

change along with, τοῖς αὐτομολοῦσιν Aeschin.3.75; τῷ συμφέροντι Arist.MM1209b16, cf. Gal.17(2).569, 18(2).203; τῷ μεταβαλλομένῳ συμμετέπιπτε θρόῳ AP9.584.14.

German (Pape)

[Seite 981] (s. πίπτω), mit umfallen, umschlagen, sich ändern, τινί, Pol. 9, 23, 8.

French (Bailly abrégé)

1 déchoir ou dégénérer avec, τινι;
2 tomber d'accord avec.
Étymologie: σύν, μεταπίπτω.

Greek (Liddell-Scott)

συμμεταπίπτω: ὁμοῦ μεταπίπτω, συμμεταβάλλομαι, τοῖς αὐτομολοῦσιν Αἰσχίν. 64. 22· τῷ συμφέροντι Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 2. 11, 18· τῷ μεταβαλλομένῳ συμμετέπιπτε θρόῳ Ἀνθ. Π. 9. 584, 14.

Greek Monolingual

Α
μεταβάλλομαι μαζί με κάποιον ή με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταπίπτω «μεταβάλλομαι, αλλοιώνομαι»].

Greek Monotonic

συμμεταπίπτω: μέλ. -πεσοῦμαι, μεταβάλλομαι, μετασχηματίζομαι, αλλάζω από κοινού με άλλους, με δοτ., σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

συμμεταπίπτω: одновременно претерпевать изменения, соответственно меняться (τινί Aesch., Arst., Anth.): σ. ταῖς χρείαις Plut. меняться в зависимости от потребностей.

Middle Liddell

fut. -πεσοῦμαι
to change along with others, c. dat., Aeschin.