σύμπτυκτος
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
ον, folded together, trussed up, ἄρνα σ. Diph.90; σ. ἀνάπαιστοι folded anapaestics, dub. sens. in Pherecr.79 (spondaic acc. to Sch.Metr.Pi.O.4); πλαίσια ξύμπτυκτα (perhaps dovetailed) is the best reading (Poll.10.148, Suid.) in Ar.Ra.800 (συμπηκτά is v.l.).
German (Pape)
[Seite 990] zusammengefaltet, -gelegt, ἀνάπαιστοι, Pherecr. bei Schol. Ar. Nub. 559; vgl. Hephaest. p. 101.
French (Bailly abrégé)
ος, ον,
plié ensemble ou replié sur soi-même, PHERECR. (Com. fr. 2, 283).
Étymologie: συμπτύσσω.
Greek (Liddell-Scott)
σύμπτυκτος: -ον, ὁ συμπτυσσόμενος, ἄρνα σ., ἀρνίον διασχισθὲν ὅπως παραγεμισθῇ καὶ πάλιν εἶτα συρραφέν, διάφ. γραφ. Δίφιλος ἐν Ἀδήλ. 7· σ. ἀνάπαιστοι, συνεπτυγμένοι, δηλ. σπονδειακοί, Φερεκρ. ἐν «Κοριαννοῖ» 5, ἔνθα ἴδε Meineke· πρβλ. σύμπηκτος.
Greek Monolingual
-ον, Α συμπτύσσω
1. συνεπτυγμένος, διπλωμένος
2. φρ. «ἀνάπαιστοι σύμπτυκτοι» — συνεπτυγμένοι ανάπαιστοι, τών οποίων οι δύο βραχείες συλλαβές έχουν αντικατασταθεί από μία μακρά.
Russian (Dvoretsky)
σύμπτυκτος: сложенный или складной (πλαίσια Arph. - v.l. к σύμπηκτος).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύμ-πτυκτος -ον Att. ook ξύμπτυκτος [συμπτύσσω] samengevouwen, inklapbaar:. πλαίσια ξύμπτυκτα inklapbare houten raamwerken Aristoph. Ran. 800.