συνυποφύομαι

From LSJ
Revision as of 09:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνυποφύομαι Medium diacritics: συνυποφύομαι Low diacritics: συνυποφύομαι Capitals: ΣΥΝΥΠΟΦΥΟΜΑΙ
Transliteration A: synypophýomai Transliteration B: synypophyomai Transliteration C: synypofyomai Beta Code: sunupofu/omai

English (LSJ)

Pass., grow up together, ἐκ τῆς αὐτῆς χώρας Plu. 2.554a.

French (Bailly abrégé)

f. συνυποφύσομαι, ao.2 συνυπέφυν, etc.
naître ou croître ensemble dessous.
Étymologie: σύν, ὑποφύομαι.

Greek (Liddell-Scott)

συνυποφύομαι: Παθητ., ὑποφύομαι ὁμοῦ μετά τινος, ἐκ τῆς αὐτῆς… ῥίζης συνυποφυομένην Πλούτ. 2. 554Α.

Greek Monolingual

Α
φυτρώνω μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὑποφύομαι «φυτρώνω από κάτω»].

Russian (Dvoretsky)

συνυποφύομαι: одновременно вырастать (ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης Plut.).