τριόφθαλμος

From LSJ
Revision as of 10:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐόφθαλμος Medium diacritics: τριόφθαλμος Low diacritics: τριόφθαλμος Capitals: ΤΡΙΟΦΘΑΛΜΟΣ
Transliteration A: trióphthalmos Transliteration B: triophthalmos Transliteration C: triofthalmos Beta Code: trio/fqalmos

English (LSJ)

ον, A three-eyed, Orac. ap. Apollod.2.8.3, Plu.2.520c, etc. 2 ὁ τ., name of a precious stone, Plin.HN37.186.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trois yeux.
Étymologie: τρεῖς, ὀφθαλμός.

Greek (Liddell-Scott)

τριόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς ὀφθαλμούς, Χρησμ. παρ’ Ἀπολλοδ. 2. 8, 3, Πλούτ. 2. 520C, κλπ. 2) ὁ τρ., ὄνομα πολυτίμου λίθου, Plin. N. H. 37. 11.

Greek Monolingual

-ον Α
1. αυτός που έχει τρεις οφθαλμούς
2. το αρσ. ως ουσ.τριόφθαλμος
ονομασία πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ὀφθαλμός (πρβλ. πεντ-όφθαλμος)].

Russian (Dvoretsky)

τρῐόφθαλμος: трехглазый Plut.