φιλοκαρποφόρος
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
English (LSJ)
ον, bearing fruit abundantly, θέρος ib.6.42.
German (Pape)
[Seite 1280] gern Frucht tragend, fruchtreich, θέρος Ep. ad. 177 (VI, 42).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très fécond.
Étymologie: φίλος, καρποφόρος.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοκαρποφόρος: -ον, ὁ ἀφθόνως καρποφορῶν, θέρος Ἀνθ. Παλ. 6. 42.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει άφθονους καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + καρποφόρος.
Greek Monotonic
φῐλοκαρποφόρος: -ον, αυτός που φέρει άφθονους καρπούς, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
φιλοκαρποφόρος: охотно приносящий плоды, т. е. обильный плодами (θέρος Anth.).
Middle Liddell
φῐλο-καρποφόρος, ον,
bearing fruit abundantly, Anth.