τριφίλητος

From LSJ
Revision as of 10:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριφίλητος Medium diacritics: τριφίλητος Low diacritics: τριφίλητος Capitals: ΤΡΙΦΙΛΗΤΟΣ
Transliteration A: triphílētos Transliteration B: triphilētos Transliteration C: trifilitos Beta Code: trifi/lhtos

English (LSJ)

[φῐ], ον, thrice-beloved, Ἄδωνις Theoc.15.86.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
trois fois aimé, bien-aimé.
Étymologie: τρεῖς, φιλέω.

Greek (Liddell-Scott)

τριφίλητος: [ῐ], Δωρ. -ᾱτος, -ον, ὁ τρὶς πεφιλημένος, πολυφίλητος, φίλτατος, Ἄδωνις Θεόκρ. 15. 86.

Greek Monolingual

-ον, Α
τρισαγαπημένος, πολυαγαπημένοςτριφίλητος Ἄδωνις», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + φιλητός (< φιλῶ), πρβλ. πολυ-φίλητος].

Greek Monotonic

τρῐφίλητος: [ῐ], Δωρ. -ᾶτος, -ον, τριπλά πεφιλημένος, φίλτατος, εξαιρετικά αγαπητός, σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριφίλητος -ον [τρι-, φιλέω] driewerf geliefd.

Russian (Dvoretsky)

τρῐφίλητος: дор. τρῐφίλᾱτος 2 (φῐ) трижды, т. е. горячо любимый Theocr.

Middle Liddell

τρῐ˘φίλητος, δοριξ τρῐ˘φίλᾱτος, ον,
thrice-beloved, Theocr.