φρεωρυχέω
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
dig wells, Str.16.4.14, Plu.2.776e:—ludicrously, of a gnat, μ' ἐφρεωρύχει was sinking wells in me, Ar.Lys.1033 (troch.).
German (Pape)
[Seite 1305] Brunnen graben, ein Brunnengräber sein, Plut. phil. c. princ. 1 M. Bei Ar. Lys. 1033 komisch von einer stechenden Mücke.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
creuser un puits.
Étymologie: φρεωρύχος.
Greek (Liddell-Scott)
φρεωρῠχέω: ὀρύσσω, σκάπτω φρέατα, Στράβ. 773, Πλούτ. 2. 776D· ― ἐν Ἀριστοφ. Λυσ. 1033, κωμικῶς ἐπὶ τῆς ἐμπίδος ἢ τοῦ κώνωπος, φρεωρυχεῖ με, ἀνοίγει φρέατα εἰς τὸ σῶμά μου.
Russian (Dvoretsky)
φρεωρῠχέω:
1) рыть колодец Plut.;
2) шутл. сильно жалить (τινα Arph.).