ἀγαθοεργέω

Revision as of 11:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

do good or do well, 1 Ep.Ti.6.18: contr. ἀγαθουργέω, Act.Ap.14.17.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): contr. ἀγαθουργ- Act.Ap.14.17
hacer el bien ἐρῶ τῆς ἐκείνου ψυχῆς ... ὡς συντόνου περὶ τὸ ἀγαθοεργεῖν Theano Ep.11, ἀγαθοεργεῖν, πλουτεῖν ἐν ἔργοις καλοῖς 1Ep.Ti.6.18
de Dios otorgar beneficios, ser benéfico, Act.Ap.14.17.

German (Pape)

[Seite 6] Sp., für ἀγαθουργέω, 1 Tim. 6, 18.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire le bien ou du bien ; aider ; pratiquer le droit ou la justice.
Étymologie: ἀγαθοεργός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαθοεργέω: πράττω τὸ ἀγαθόν, Παῦλ. Τιμόθ. Α΄, ϛ΄, 18. Συνῃρ. -ουργέω, Πράξ. Ἀπ. ἰδ΄, 17 (κοιν. ἀγαθοποιῶ).

English (Abbott-Smith)

ἀγαθοεργέω, -ῶ,
to do good, show kindness: 1 Ti 6:18 (Cremer, 8). †

English (Strong)

from ἀγαθός and ἔργον; to work good: do good.

English (Thayer)

(ἀγαθουργέω) (ῶ; L T Tr WH for R ἀγαθοποιῶ. The contracted form is the rarer (cf. WH s Appendix, p. 145), see ἀγαθοεργέω; but cf. κακοῦργος, ἱερουργέω.

Greek Monotonic

ἀγαθοεργέω: συνηρ. ἀγαθουργέω, κάνω καλές πράξεις, πράττω το αγαθό, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

to do good, NTest.

Chinese

原文音譯:¢gaqoergšw 阿瓜拖-誒給哦
詞類次數:動詞(2)廣
原文字根:善的-行為
字義溯源:去行善,要仁慈,施恩惠,行善;由(ἀγαθός / ἀγαθοεργός)*=善的)與(ἔργον)=行為)組成;而 (ἔργον)出自(ἔργον)X*=工作)。保羅囑咐提摩太在各處吩咐人去行的事,特別指著將財物去供給有需要的人( 提前6:18)。
同義字:1) (ἀγαθοεργέω)去行善 2) (ἀγαθοποιέω)作行善者 3) (εὐεργετέω)要慈善
出現次數:總共(2);徒(1);提前(1)
譯字彙編
1) 行善(1) 提前6:18;
2) 常施恩惠(1) 徒14:17