ἀνέπαλτο
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
ἀνεπάλμενος, v. sub ἀναπάλλω.
German (Pape)
[Seite 224] aor. syne. zu ἀναπάλλω, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ao.2 Moy. de ἀναπάλλω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέπαλτο: ἀνεπάλμενος, ἴδε ἐν λ. ἀναπάλλω.
English (Autenrieth)
see ἀναπάλλω.
Greek Monotonic
ἀνέπαλτο: γʹ ενικ. Παθ. αορ. βʹ του ἀναπάλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέπαλτο: эп. 3 л. sing. aor. 2 med. к ἀναπάλλω.