ἀνδροβρώς
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
English (LSJ)
ῶτος, ὁ, ἡ, man-eating, cannibal, γνάθος E.Cyc.93; χαρμοναί Id.HF384; ἡδοναί Fr.537.
Spanish (DGE)
-ῶτος
antropófago, propio de caníbales, γνάθος E.Cyc.93, χαρμοναῖσιν ἀνδροβρῶσι E.HF 384, ἀνδροβρῶτας ἡδονάς E.Fr.537.
German (Pape)
[Seite 218] ῶτος, menschenfressend, γνάθος Eur. Cycl. 93; χαρμοναί Herc. Fur. 385, wie Dosiad. ara 2 (XV, 26), von Diomedes, der den Kopf des Melanippus aufgegessen haben soll.
French (Bailly abrégé)
c. ἀνδροβόρος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδροβρώς: -ῶτος, ὁ, ἡ, (βιβρώσκω) = ἀνδροβόρος, γνάθος Εὐρ. Κύκλ. 93· χαρμοναὶ ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 385· πρβλ. ὠμοφάγος.
Greek Monotonic
ἀνδροβρώς: -ῶτος, ὁ, ἡ (ἀνήρ, βι-βρώσκω), αυτός που τρώει άνδρες, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδροβρώς: ῶτος adj. пожирающий людей, людоедский Eur., Anth.
Middle Liddell
ἀνήρ, βιβρώσκω
man-eating, Eur.