ἀντίφονος

Revision as of 12:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, A in revenge for blood, ποινὰς ἀντιφόνους ἄτας A.Eu.982; δώσουσ' ἀντιφόνους δίκας S.El.248; ἀντίφονον κορέσαι στόμα Id.Ph.1156. II θάνατοι ἀ. deaths by mutual slaughter, A.Th.893.—Trag. word, but only in lyric passages.

Spanish (DGE)

-ον
1 que comporta crímenes recíprocos ποινὰς ἀντιφόνους Ἄτας A.Eu.982, ἀντιφόνων θανάτων ἀραί maldiciones que causan muertes recíprocas de Etéocles y Polinices, A.Th.894.
2 vengador δώσουσ' ἀντιφόνους δίκας S.El.248, στόμα S.Ph.1156.

German (Pape)

[Seite 263] 1) für den Mord, δίκαι Soph. El. 240. – 2) wechselseitig mordend, θάνατος ἀντίφονος. Wechselmord, Aesch. Sept. 874; vgl. ἄτας Eum. 982. – 3) dagegen mordend, στόμα Soph. Phil. 1141.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui rend meurtre pour meurtre;
2 qui venge un meurtre.
Étymologie: ἀντί, φόνος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίφονος: -ον, ὁ ἀντὶ φόνου διδόμενος, ὁ πρὸς ἐκδίκισιν αἵματος, ποινὰς ἀντιφόνους ἄτας = ποινὰς ἀτηρὰς ἀντὶ φόνου, Αἰσχύλ. Εὐ. 982· δώσουσ’ ἀντιφόνους δίκας Σοφ. Ἠλ. 248· ἀντίφονον κορέσαι στόμα Σοφ. Φ. 1156. ΙΙ. θάνατοι ἀντίφονοι, θάνατοι ἐξ ἀλληλοσφαγίας, Αἰσχύλ. Θ. 893: - Τραγ. λέξις, ἀλλὰ μόνον ἐν λυρ. χωρίοις.

Greek Monolingual

ἀντίφονος, -ον (Α)
1. αυτός που γίνεται για εκδίκηση φόνου
2. φρ. «θάνατοι ἀντίφονοι» — αλληλοεξόντωση.

Greek Monotonic

ἀντίφονος: -ον, I. αυτός που έρχεται ως απάντηση σε φόνο, ως εκδίκηση για το αίμα, σε Αισχύλ., Σοφ.
II. θάνατοι ἀντ., θάνατοι από αμοιβαίες σφαγές, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίφονος:
1) карающий за убийство (ποιναί Aesch.; δίκαι Soph.);
2) отвечающий убийством на убийство: ἀντίφονοι θάνατοι Aesch. взаимные убийства.

Middle Liddell


I. in return for slaughter, in revenge for blood, Aesch., Soph.
II. θάνατοι ἀντ. deaths by mutual slaughter, Aesch.