ἀντιμέτειμι

From LSJ
Revision as of 13:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιμέτειμι Medium diacritics: ἀντιμέτειμι Low diacritics: αντιμέτειμι Capitals: ΑΝΤΙΜΕΤΕΙΜΙ
Transliteration A: antiméteimi Transliteration B: antimeteimi Transliteration C: antimeteimi Beta Code: a)ntime/teimi

English (LSJ)

(εἶμι ibo) compete with others: οἱἀντιμετιόντες rival competitors, Plu.Comp.Arist.Cat.2.

Spanish (DGE)

competir, rivalizar Plu.Comp.Arist.Cat.2.

German (Pape)

[Seite 255] (s. εἶμι), sich gegenseitig wetteifernd um etwas bewerben, Plut. Arist. et Cat. 2.

French (Bailly abrégé)

part. prés. ἀντιμετίων;
briguer contre, être compétiteur.
Étymologie: ἀντί, μέτειμι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιμέτειμι: ἀνθαμιλλῶμαι, ἀνταγωνίζομαι: Κάτων δὲ δεύτερος μὲν ὕπατος ᾑρέθη πολλῶν ἀντιμετιόντων Πλουτ. Σύγκρ. Ἀριστείδ. καὶ Κάτωνος 2.

Greek Monolingual

ἀντιμέτειμι (Α)
επιδιώκω κι εγώ το ίδιο πράγμα, ανταγωνίζομαι.

Greek Monotonic

ἀντιμέτειμι: ανταγωνίζομαι, οἱ ἀντιμετιόντες, ανταγωνιστές, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιμέτειμι: соревноваться, конкурировать: πολλῶν ἀντιμετιόντων Plut. при наличии множества соискателей.

Middle Liddell

εἶμι ibo]
to compete: οἱ ἀντιμετιόντες competitors, Plut.