ἀπεραντολόγος
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
English (LSJ)
ον, talking without end, γλῶσσαι Thal.4 Bgk., cf. Ph.1.216: Comp. -ώτερος Gal.18(1).254.
Spanish (DGE)
-ον
que charla sin fin, charlatán γλῶσσαι Lobo Argiuus en D.L.1.35, κακία Antisth.86, de Juliano, Gal.18(1).253, cf. Ph.1.216.
German (Pape)
[Seite 287] ohne Ende geschwätzig, Thales bei D. L. 1, 35.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui bavarde sans fin.
Étymologie: ἀπέραντος, λέγω³.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεραντολόγος: -ον, ὁ ἀτελευτήτως λαλῶν, γλῶσσαι Θαλῆς παρὰ Διογ. Λ. 1. 35, Φίλων 1. 216.
Greek Monolingual
(AM ἀπεραντολόγος, -ον)
αυτός που μιλά ακατάπαυστα, με ακατάσχετη φλυαρία.
Greek Monotonic
ἀπεραντολόγος: -ον (λέγω), αυτός που φλυαρεί ακατάπαυστα.
Russian (Dvoretsky)
ἀπεραντολόγος: бесконечно болтливый (γλῶσσαι Diog. L.).