ἀσπιστήρ
φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, = ἀσπιστής (one armed with a shield), S. Aj. 565, E. Heracl. 277.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
1 subst. guerrero armado con escudo ἄνδρες S.Ai.565, μυρίοι δέ με μένουσιν ἀσπιστῆρες E.Heracl.277, αἰθέρος ἀσπιστῆρας ὁμήλυδας guerreros armados con escudos de éter que marchan al mismo paso Nonn.D.2.416, fig. de delfines, Opp.H.2.564.
2 adj. formado por guerreros armados de escudo στρατός Nonn.Par.Eu.Io.18.3.
German (Pape)
[Seite 374] ῆρος, ὁ, = folgdm, ἄνδρες Soph. Ai. 562; Eur. Heracl. 278.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
armé d'un bouclier ; belliqueux.
Étymologie: ἀσπίς.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπιστήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπ., Σοφ. Αἴ. 565, Εὐρ. Ἡρακλ. 277.
Greek Monolingual
ἀσπιστήρ και ἀσπίστωρ και ἀσπιστής, ο (Α) ασπίς
ο οπλισμένος με ασπίδα, ο πολεμιστής.
Greek Monotonic
ἀσπιστήρ: -ῆρος, ὁ, = το επόμ., σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀσπιστήρ: ῆρος ὁ Soph., Eur. = ἀσπιστής I.