ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
duel du part. ao.2 de ἁλίσκομαι.
ἁλόντε: [ᾱ], ἴδε ἐν λ. ἁλίσκομαι.
ἁλόντε: [ᾱ], μτχ. αορ. βʹ δυικ. του ἁλίσκομαι.