ἄνουσος
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
ον, Ion. for ἄνοσος.
Spanish (DGE)
v. ἄνοσος.
German (Pape)
[Seite 242] = ἄνοσος, Od. 14, 255; Her. 1, 32.
French (Bailly abrégé)
épq. et ion. c. ἄνοσος.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνουσος: -ον, Ἰων. ἀντὶ ἄνοσος.
English (Autenrieth)
(νοῦσος): without sickness, Od. 14.255†.
Greek Monolingual
ἄνουσος, -ον (Α)
ιων. βλ. άνοσος.
Greek Monotonic
ἄνουσος: -ον, Ιων. αντί ἄ-νοσος.
Russian (Dvoretsky)
ἄνουσος: эп.-ион. = ἄνοσος.