ἐκχρηματίζομαι

From LSJ
Revision as of 14:37, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

μήτε τέχνῃ μήτε μηχανῇ μηδεμιᾷ θάνατον ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν καταψηφίσησθε → let neither art nor craft induce you to condemn those men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκχρημᾰτίζομαι Medium diacritics: ἐκχρηματίζομαι Low diacritics: εκχρηματίζομαι Capitals: ΕΚΧΡΗΜΑΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: ekchrēmatízomai Transliteration B: ekchrēmatizomai Transliteration C: ekchrimatizomai Beta Code: e)kxrhmati/zomai

English (LSJ)

squeeze money from, levy contributions on, τινά Th.8.87, D.C.53.10.

Spanish (DGE)

sacar el dinero mediante extorsión ἵνα τοὺς Φοίνικας ... ἐκχρηματίσαιτο ἀφείς para sacar dinero a los fenicios por dejarles ir Th.8.87, τοὺς μὲν συμμάχους ... μήθ' ὑβρίζετε μήτε ἐκχρηματίζεσθε D.C.53.10.5.

German (Pape)

[Seite 787] Geld erpressen, τινά, von Einem; Thuc. 8, 87; D. Cass. 53, 10.

French (Bailly abrégé)

extorquer de l'argent.
Étymologie: ἐκ, χρηματίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκχρηματίζομαι: ἀποθ., πράττομαι ἀργύριον, λαμβάνω χρήματα, ἀργυρολοῶ, τινὰ Θουκ. 8. 87. Δίων Κ. 53. 10.

Greek Monolingual

ἐκχρηματίζομαι (Α)
1. χρηματίζομαι σε βάρος άλλου, πιέζοντας κάποιον του παίρνω χρήματα, αργυρολογώ
2. εισπράττω συνεισφορές.

Greek Monotonic

ἐκχρηματίζομαι: αποθ., αποσπώ χρήματα, εισπράττω εισφορές, φορολογώ, τινα, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκχρημᾰτίζομαι: вымогать деньги, вынуждать платить (τινα Thuc.).

Middle Liddell


Dep. to squeeze money from, levy contributions on, τινα Thuc.