ἐνναέτηρος
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
English (LSJ)
ον, = ἐνναέτης (nine years old, for nine years)¹, Hes. Op. 436.
Spanish (DGE)
-ου
de nueve años de edad βόε δ' ἐνναετήρω dos bueyes de nueve años Hes.Op.436, de un niño, Nonn.D.9.169.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
âgé de neuf ans.
Étymologie: ἐννέα, ἔτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνναέτηρος: -ον, = τῷ ἑπομ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 434.
Greek Monolingual
ἐνναέτηρος, -ον (AM)
εννεαετής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + -ετηρος < έτος + -ηρος].
Greek Monotonic
ἐνναέτηρος: -ον (ἔτος) = το επόμ., εννιά ετών (ηλικιακά), σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνναέτηρος: девятилетний Hes.