ἐσθλότης
From LSJ
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
English (LSJ)
ητος, ἡ, goodness, Chrysipp.Stoic.3.60 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1042] ητος, ἡ, das Gutsein, der Biedersinn, von Chrysippus gebildetes Wort, Plut. de virt. moral. 2.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
bonté, générosité, noblesse.
Étymologie: ἐσθλός.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσθλότης: -ητος, ἡ, ἀγαθότης, καλωσύνη, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 441Β.
Greek Monolingual
ἐσθλότης, ἡ (Α) εσθλός
αγαθότητα, χρηστότητα.
Russian (Dvoretsky)
ἐσθλότης: ητος ἡ благородство, великодушие, доброта Plut.