ἦμες
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
Dor. for ἦμεν, 1pl. impf. of εἰμί (sum).
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. prés. dor. de εἰμί.
Greek (Liddell-Scott)
ἦμες: Δωρ. ἀντί ἦμεν, = εἶναι, ἀπαρ. τοῦ εἰμί.
Greek Monotonic
ἦμες: Δωρ. αντί εἶναι, απαρέμφ. του εἰμί (Λατ. sum).
Russian (Dvoretsky)
ἦμες: ap. Plut. и ἦμεν ap. Thuc., Arph., Theocr. (= εἶναι) дор. inf. к εἰμί.