ὀρείτης

From LSJ
Revision as of 17:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρείτης Medium diacritics: ὀρείτης Low diacritics: ορείτης Capitals: ΟΡΕΙΤΗΣ
Transliteration A: oreítēs Transliteration B: oreitēs Transliteration C: oreitis Beta Code: o)rei/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (ὄρος) name of a stone, Orph.L.362,457. 2 a kind of hawk. Ael.NA2.43.

German (Pape)

[Seite 372] ὁ, Bergbewohner; Orph. Lith. 356; Tzetz.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
montagnard.
Étymologie: ὄρος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρείτης: -ου, ὁ, (ὄρος) ὀρεινός, κάτοικος τῶν ὀρέων, Πολύβ. 3. 33, 9, Ὀρφ. Λιθ. 356· - θηλ. ὀρεῖτις, -ιδος, μνημονεύεται ἐξ ἐπιγραφ., ἀλλ’ ἴδε Böckh ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3477.

Greek Monolingual

ὀρείτης, ὁ, (θηλ. ὀρεῑτις, -ίτιδος (Α)
1. ο κάτοικος τών ορέων, ορεσίβιος, βουνήσιος
2. ονομασία ενός λίθου
3. είδος γερακιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- του ὄρος (II) (πρβλ. ορει-βάτης) + κατάλ. -της].

Greek Monotonic

ὀρείτης: -ου, ὁ (ὄρος), κάτοικος των βουνών, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρείτης: ου ὁ горный житель, горец Polyb.

Middle Liddell

ὀρείτης, ου, ὁ, ὄρος
a mountaineer, Polyb.