ὑποτρέπομαι
From LSJ
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
English (LSJ)
Pass., turn back, Plu.2.77d, Opp.H.3.516.
French (Bailly abrégé)
ao.2 ὑπετράπην;
retourner, revenir sur ses pas, revenir.
Étymologie: ὑπό, τρέπω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτρέπομαι: παθ., τρέπομαι ἢ στρέφομαι ὀπίσω, ὑποστρέφω, γυρίζω ὀπίσω, Πλούτ. 2. 77Ε· ἐφερπύζουσα δὲ λάθρη αὖτις ὑποτρέπεται Ὀππ. Ἁλ. 3. 516.
Greek Monolingual
Α τρέπω / -ομαι]
επιστρέφω, γυρίζω πίσω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποτρέπομαι: возвращаться обратно Plut.