ὑψιπαγής

From LSJ
Revision as of 18:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐπᾰγής Medium diacritics: ὑψιπαγής Low diacritics: υψιπαγής Capitals: ΥΨΙΠΑΓΗΣ
Transliteration A: hypsipagḗs Transliteration B: hypsipagēs Transliteration C: ypsipagis Beta Code: u(yipagh/s

English (LSJ)

ές, A high-built, towering, Σίπυλος APl.4.132 (Theodorid.). 2 set on high, ὅπλα ὑ. κρεμάσασα Nonn.D.2.712.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se dresse fixe.
Étymologie: ὕψι, πήγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψῐπᾰγής: -ές, ὁ ἐν τῷ ὕψει ἐστερεωμένος, ὑψηλός, Ἀνθ. Π. 8. 177, Πλαν. 132.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός που είναι στερεωμένος στα ύψη («ὄγδοον ἔσκον ἔγωγε πελώριος ἐνθάδε τύμβος, ὑψιπαγής», Γρηγ. Ναζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + -παγής (< πήγνυμι), πρβλ. εὐ-παγής].

Greek Monotonic

ὑψῐπᾰγής: -ές (πᾰγῆναι), αυτός που είναι στερεωμένος στα ύψη, πανύψηλος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὑψιπᾰγής: сложенный ввысь, т. е. высокий (τύμβος Anth.).

Middle Liddell

ὑψῐ-πᾰγής, ές [πᾰγῆναι]
high-built, towering, Anth.