ῥάκωμα

From LSJ
Revision as of 18:34, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein

Menander, Monostichoi, 76
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾰκωμα Medium diacritics: ῥάκωμα Low diacritics: ράκωμα Capitals: ΡΑΚΩΜΑ
Transliteration A: rhákōma Transliteration B: rhakōma Transliteration C: rakoma Beta Code: r(a/kwma

English (LSJ)

ατος, τό, in plural,= ῥάκη, rags, Ar.Ach.432.

German (Pape)

[Seite 833] τό, = ῥάκος, Lumpenzeug, Ar. Ach. 407.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
vêtement déguenillé, haillon.
Étymologie: ῥακόω.

Greek (Liddell-Scott)

ῥάκωμα: τό, (ῥᾰκόω) ἐν τῷ πληθ., = ῥάκη, ῥάκια, Ἀριστοφ. Ἀχ. 432.

Greek Monolingual

-ώματος, τὸ, Α
κουρελάκι, μικρό απομεινάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εμφατικός τ. < ῥάκος + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πέπλ-ωμα: πέπλος)].

Greek Monotonic

ῥάκωμα: -ατος, τό, σε πληθ., = ῥάκη, ῥάκια, κουρέλια, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ῥάκωμα: ατος (ᾰ) τό лохмотья, отрепье, ветошь Arph.

Middle Liddell

ῥάκωμα, ατος, τό, [from ῥᾰκόω]
in pl., = ῥάκη, rags, Ar.