βιβλιοκάπηλος

From LSJ
Revision as of 19:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βιβλιοκάπηλος Medium diacritics: βιβλιοκάπηλος Low diacritics: βιβλιοκάπηλος Capitals: ΒΙΒΛΙΟΚΑΠΗΛΟΣ
Transliteration A: bibliokápēlos Transliteration B: bibliokapēlos Transliteration C: vivliokapilos Beta Code: biblioka/phlos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, dealer in books, Luc.Ind.4,24.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ librero Luc.Ind.4, 24.

German (Pape)

[Seite 444] ὁ, Bücherkrämer, Luc. adv. ind. 4.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
libraire.
Étymologie: βιβλίον, κάπηλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βιβλιοκάπηλος -ου, ὁ βύβλος, κάπηλος boekverkoper.

Russian (Dvoretsky)

βιβλιοκάπηλος: ὁ Luc. = βιβλιοπώλης.

Greek Monolingual

ο (Α βιβλιοκάπηλος)
νεοελλ.
αυτός που ασκεί βιβλιοκαπηλεία
αρχ.
έμπορος βιβλίων, βιβλιοπώλης.

Greek Monotonic

βιβλιοκάπηλος: [ᾰ], ὁ, έμπορος βιβλίων, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

βιβλιοκάπηλος: [ᾰ], ὁ, ἔμπορος βιβλίων, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 4. 24.

Middle Liddell

a dealer in books, Luc.