συνειδέναι
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
English (LSJ)
v. σύνοιδα.
French (Bailly abrégé)
inf. de σύνοιδα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνειδέναι inf. van σύνοιδα.
Russian (Dvoretsky)
συνειδέναι: inf. к σύνοιδα.
Greek Monotonic
συνειδέναι: απαρ. του σύνοιδα.
Greek (Liddell-Scott)
συνειδέναι: ἴδε σύνοιδα.
Greek > English (Woodhouse Verbs Reversed)
(see also σύνοιδα): be accessory, be confederate, be implicated in, be in the plot, be in the secret, be privy to