συννέφελος

From LSJ
Revision as of 22:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συννέφελος Medium diacritics: συννέφελος Low diacritics: συννέφελος Capitals: ΣΥΝΝΕΦΕΛΟΣ
Transliteration A: synnéphelos Transliteration B: synnephelos Transliteration C: synnefelos Beta Code: sunne/felos

English (LSJ)

ον, = συννεφής, Th.8.42, Alciphr.1.10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. συννεφής.
Étymologie: σύν, νεφέλη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συννέφελος -ον, Att. ook ξυννέφελος [συννεφής] geheel bewolkt.

Russian (Dvoretsky)

συννέφελος: Thuc. = συννεφής.

Greek Monolingual

-ον, Α
σκεπασμένος με σύννεφα (α. «συννέφελος ἀήρ», Πολυδ.
β. «τὰ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ συννεφελα ὄντα», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. υπο-νέφελος].

Greek Monotonic

συννέφελος: -ον (νεφέλη), συννεφιασμένος, νεφελώδης· μεταφ., σκυθρωπός, συνοφρυωμένος, κατσουφιασμένος, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συννέφελος: -ον, = συννεφής, τὰ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ξύννεφα ὄντα Θουκ. 8. 42, Ἀντιφῶν 1. 10.

Middle Liddell

συν-νέφελος, ον, νεφέλη
cloudy, overcast, Thuc.

English (Woodhouse)

cloudy

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)