ἀγήρως
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
English (LSJ)
ων, Attic contr. for ἀγήραος.
Spanish (DGE)
v. ἀγήραος.
German (Pape)
[Seite 13] ων (γῆρας), nicht alternd, ewig jung, Hom. neunmal, ἀγήρων ἀθανάτην τε Iliad. 2, 447, ἀγήρω τ' ἀθανάτω τε Iliad. 12, 323. 17, 444, ἀθάνατος καὶ ἀγήρως Iliad. 8, 539 Od. 5, 218, ἀθάνατον καὶ ἀγήρων Od. 5, 136. 7, 257. 23, 336, ἀθανάτους ὄντας καὶ ἀγήρως Od. 7, 94. Vgl. ἀγήραος. – Acc. sing. h. Cer. 242 ἀγήρων, wofür Hes. Th. 949 ἀγήρω steht; acc. pl. ἀγήρως H. in Apoll. 151, wie Ep. ad. 183 (App. 169 τιμὰς ἀγ.); Soph. ἀγήρως χρόνος Ant. 604 ch. In Prosa ἤπαινος Thuc. 2, 43; εὔκλειαν ἀγήρω καταλιπεῖν Dem. 60, 32; τιμάς ibd. 36; Plat. ἀθάνατον καὶ ἀγ. λόγων πάθος Phil. 15 d; ebenso Polit. 273 e; ἄνοσος καὶ ἀγ. Tim. 33 a; von Steinen Legg. XII, 947 d; von Pflanzen, παραμένει ἀγήρω καὶ χλοερά Plut. Symp. 3, 2 g. E.
French (Bailly abrégé)
v. ἀγήραος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
ἀγήρως: стяж. к ἀγήραος.
English (Autenrieth)
(γῆρας): ageless, unfading, always with ἀθάνατος.
Greek Monotonic
ἀγήρως: -ων, συνηρ. αντί ἀγήραος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγήρως: ων· ἴδε ἀγήραος.