κρεουργηδόν

From LSJ
Revision as of 23:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεουργηδόν Medium diacritics: κρεουργηδόν Low diacritics: κρεουργηδόν Capitals: ΚΡΕΟΥΡΓΗΔΟΝ
Transliteration A: kreourgēdón Transliteration B: kreourgēdon Transliteration C: kreourgidon Beta Code: kreourghdo/n

English (LSJ)

Adv. like a butcher, in pieces, τοὺς ἄνδρας κ. διασπᾶν Hdt. 3.13 (Ion. κρεοργ-).

French (Bailly abrégé)

adv.
par morceaux en parl. de chair, de viande.
Étymologie: κρεουργέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεουργηδόν, Ion. κρεοργηδόν [κρεουργός] adv., in stukken.

Russian (Dvoretsky)

κρεουργηδόν: adv. на куски, в куски (διασπᾶν τινα Her.).

Greek (Liddell-Scott)

κρεουργηδόν: ὡς κρεουργός, εἰς τεμάχια, τοὺς ἄνδρας κρ. διασπᾶν Ἡρόδ. 3. 13.

Greek Monolingual

κρεουργηδόν (Α)
επίρρ. κομματιαστά («τοὺς ἄνδρας κρεουργηδὸν διασπάσαντες», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεουργός + επιρρμ. κατάλ. του τρόπου -ηδόν (πρβλ. βαθμηδόν, φαλαγγηδόν)].

Greek Monotonic

κρεουργηδόν: επίρρ., όπως σφαγέας, σε κομμάτια, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

κρεουργέω
like a butcher, in pieces, Hdt.