παρθενόσφαγος
ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month
English (LSJ)
ον, π. ῥέεθρα streams of a slaughtered maiden's blood, A.Ag.209 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 522] (σφάζω), von einem geopferten Mädchen, μιαίνων παρθενοσφάγοισι ῥείθροις πατρῴους χέρας, Aesch. Ag. 209.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui provient du meurtre d'une jeune fille.
Étymologie: παρθένος, σφάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρθενόσφαγος -ον [παρθένος, σφάζω] van meisjesslachting:. παρθενοσφάγοισιν ῥείθροις met bloedstromen van het geslachte meisje Aeschl. Ag. 209.
Russian (Dvoretsky)
παρθενόσφᾰγος: пролившийся от заклания девы (ῥεῖθρα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
παρθενόσφᾰγος: -ον, π. ῥέεθρα, ῥεῖθρα ἐξ αἵματος σφαγείσης παρθένου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 209.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που προέρχεται από αίμα σφαγμένης παρθένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + -σφαγος (< θ. σφαγ- του σφάζω, πρβλ. ἐσφάγ-ην), πρβλ. ταυρό-σφαγος].
Greek Monotonic
παρθενόσφᾰγος: -ον (σφάζω), αυτός που προέρχεται από το αίμα θυσιασμένης παρθένου, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
παρθενό-σφᾰγος, ον, σφάζω
of a slaughtered maiden's blood, Aesch.