πωλητικός

From LSJ
Revision as of 11:09, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωλητικός Medium diacritics: πωλητικός Low diacritics: πωλητικός Capitals: ΠΩΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pōlētikós Transliteration B: pōlētikos Transliteration C: politikos Beta Code: pwlhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, offering for sale, τὸ τῆς . . ἀρετῆς π. the trade of offering excellence for sale, Pl.Sph.224d.

German (Pape)

[Seite 827] den Verkauf betreffend, verkaufend, τινός, Plat. Soph. 224 d.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πωλητικός -ή -όν [πωλέω] verkoops-.

Russian (Dvoretsky)

πωλητικός: продажный, торговый Plat.

Greek (Liddell-Scott)

πωλητικός: -ή, -όν, ὁ παρέχων εἰς πώλησιν, τὸ τῆς... ἀρετῆς πωλητικόν, τὸ ἐπάγγελμα τοῦ πωλεῖν τὴν ἀρετὴν (τὴν ὑπεροχήν), Πλάτ. Σοφιστ. 224D. Ἐπίρρ. -κῶς.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πωλητός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πώληση
2. αυτός που προσφέρει κάτι για πώληση
3. φρ. «τὸ τῆς... ἀρετῆς πωλητικόν» — το επάγγελμα του να πουλάει κανείς την αρετή.
επίρρ...
πωλητικῶς Α
με πωλητικό τρόπο.