δημήλατος

From LSJ
Revision as of 11:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημήλᾰτος Medium diacritics: δημήλατος Low diacritics: δημήλατος Capitals: ΔΗΜΗΛΑΤΟΣ
Transliteration A: dēmḗlatos Transliteration B: dēmēlatos Transliteration C: dimilatos Beta Code: dhmh/latos

English (LSJ)

φυγή, = δημηλασία (banishment decreed by the people, exile, exile inflicted by the people, exile by assembly decree), A. Supp. 614.

Spanish (DGE)

(δημήλᾰτος) -ον
desterrado por el pueblo en la expr. φυγὴ δ. equiv. a δημηλασία destierro decretado por el pueblo A.Supp.614.

German (Pape)

[Seite 562] verbannt, Aesch. Suppl. 609.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
banni par le peuple : δημήλατος φυγή ESCHL exil voté par le peuple.
Étymologie: δῆμος, ἐλαύνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημήλατος -ον [δῆμος, ἐλαύνω] verbannings-.

Russian (Dvoretsky)

δημήλᾰτος: изгнанный по народному решению: φυγὴ δ. Aesch. = δημηλασία.

Greek (Liddell-Scott)

δημήλατος: -ον, ὑπὸ τοῦ λαοῦ ἐξορισθείς, φυγή· δημήλατος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 614.

Greek Monolingual

δημήλατος, -ον (Α)
φρ. «δημήλατος φυγή» — η δημηλασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -ηλατος < ελατός (< ελαύνω), με έκταση της πρώτης συλλαβής].