ἀερσιπότητος
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
ον = ἀερσιπότης (high-soaring), ἀράχνης Hes. Op. 777 ; ἀγμός Nonn. D. 2.483.
Spanish (DGE)
(ἀερσῐπότητος) -ον
que se eleva en el aire por efecto del viento ἀράχνη Hes.Op.777, ἀτμός Nonn.D.2.483, ἀφρός Nonn.Par.Eu.Io.5.7.
German (Pape)
[Seite 43] dasselbe, ἀράχνης Hes-O. 777; Nonn. oft.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀερσιπότητος -ον αἴρω, ποτάομαι hoogvliegend.
Russian (Dvoretsky)
ἀερσιπότητος: высоко парящий, т. е. высоко забравшийся (ἀραχνης Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀερσῐπότητος: -ον, = τῷ προηγ., Ἡσ. Ἔρ. καὶ Ἡμ. 775.
Greek Monotonic
ἀερσῐπότητος: -ον = το προηγ., σε Ησίοδ.