αὐτοθάνατος
From LSJ
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
English (LSJ)
[θᾰ], ον, dying by one's own hand, Plu.2.293e.
Spanish (DGE)
-ον suicida παρθένος Plu.2.293e.
German (Pape)
[Seite 397] ὁ, der Selbstmörder, Plut. qu. gr. 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se donne lui-même la mort, suicide.
Étymologie: αὐτος, θάνατος.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοθάνατος: оканчивающий жизнь самоубийством (παρθένος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοθάνᾰτος: [ᾰ], -ον, αὐτὸς ἑαυτὸν φονεύσας, Πλούτ. 2. 293Ε.
Greek Monolingual
αὐτοθάνατος, -ον (Α)
αυτός που αυτοκτόνησε, ο αυτόχειρας.