βαρυβόας
From LSJ
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
ου, ὁ, heavy-sounding, πορθμὸς Ἀχέροντος Pi.Fr.143.2.
Spanish (DGE)
(βᾰρῠβόας) -ου, ὁ de sonido grave πορθμὸς Ἀχέροντος Pi.Fr.143.2.
German (Pape)
[Seite 433] πορθμὸς Ἀχέροντος Pind. frg. 107, stark schreiend, tosend.
Russian (Dvoretsky)
βαρυβόᾱς: adj. m глухо ревущий (πορθμὸς Ἀχέροντος Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρῠβόας: -ου, ὁ. ὁ βαρέως, ἰσχυρῶς βοῶν, βαρύηχος, βαρυβόαν πορθμόν...Ἀχέροντος Πίνδ. Ἀποσπ. 107. 2.
English (Slater)
βᾰρῠβόας
1 deep roaring βαρυβόαν πορθμὸν πεφευγότες Ἀχέροντος fr. 143. 2.
Greek Monolingual
βαρυβόας, ο (Α)
αυτός που αντηχεί βαριά («βαρυβόας πορθμός Ἀχέροντος», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -βόας < βοώ].