βασκάνιον

From LSJ
Revision as of 12:32, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βασκάνιον Medium diacritics: βασκάνιον Low diacritics: βασκάνιον Capitals: ΒΑΣΚΑΝΙΟΝ
Transliteration A: baskánion Transliteration B: baskanion Transliteration C: vaskanion Beta Code: baska/nion

English (LSJ)

[ᾰ], τό, A charm, amulet, Ar.Fr.592, Str.16.4.17, cf. Phryn.68. II in plural, malign influences, Ἀΐδεω β. Epigr.Gr.381 (Aezani).

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 amuleto πλὴν εἴ τις πρίαιτο δεόμενος β. ἐπικάμινον ἀνδρὸς χαλκέως Ar.Fr.607, κογχία ἀντὶ βασκανίων conchas a modo de amuletos Str.16.4.17, cf. Phryn.PS 53.
2 plu. influjos malignos Ἀίδεω Epigr.Gr.381.3 (Ezanos III d.C.).

German (Pape)

[Seite 438] τό, Mittelgegen Beherung, Amulet, Ar. bei Poll. 7, 108; Strab.; vgl. προβασκάνιον; B. A. p. 30.

Russian (Dvoretsky)

βασκάνιον: τό средство отведения злых чар, амулет Arph.

Greek (Liddell-Scott)

βασκάνιον: τό, φυλακτήριον ἐναντίον μαγείας, μαγικόν τι μέσον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 510.
ΙΙ. κατὰ πληθ., γοητεῖαι, μαγεῖαι, Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 381· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 86.

Greek Monolingual

βασκάνιον το (Α) βάσκανος
1. μέσο που προφυλάσσει από τη βασκανία
2. πληθ. τα μάγια.