διαψιθυρίζω
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
English (LSJ)
A whisper, πρὸς τὸ οὖς προσπίπτων δ. Thphr.Char.2.10. II whisper among themselves, LXXSi.12.18, Plb.15.26.8, Luc. Gall.25.
Spanish (DGE)
murmurar πρὸς τὸ οὖς Thphr.Char.2.10, πολλά LXX Si.12.18, unos c. otros, Plb.15.26.8, πρὸς ἀλλήλους Luc.Gall.25, Procop.Aed.1.3.8, en v. pas. διαψιθυριζόμενα murmuraciones Procop.Goth.4.32.30.
German (Pape)
[Seite 614] durchzischeln, flüstern, Pol. 15, 26, 8; πρὸς ἀλλήλους, Luc. Somn. 25.
French (Bailly abrégé)
murmurer, chuchoter.
Étymologie: διά, ψιθυρίζω.
Russian (Dvoretsky)
διαψῐθῠρίζω: перешептываться, шептаться (Polyb.; πρὸς ἀλλήλους Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
διαψῐθῠρίζω: ψιθυρίζω ἀμοιβαίως (-ομεν πρὸς ἀλλήλους), Πολύβ. 15. 26, 8, Λουκ. Ἀλεκ. 25.
Greek Monolingual
διαψιθυρίζω (Α)
1. μιλώ ψιθυριστά
2. ψιθυρίζω αμοιβαία.
Greek Monotonic
διαψῐθῠρίζω: μέλ. -σω, ψιθυρίζω κάτι σε κάποιον κι έτσι διαδίδω, σε Λουκ.
Middle Liddell
fut. σω,
to whisper among themselves, Luc.