διδυμοτοκία
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
ἡ, twinning, a bearing of twins, Id.GA772b14.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
alumbramiento de gemelos Arist.GA 772b14
•metáf. geminación, duplicidad ἆρα ἂν ... δ. ἐστὶν ἐν τῇ Τριάδι; ref. al Hijo y al Espíritu Santo, Gr.Nyss.M.44.1340D, de los dientes, Nil. en Procop.Gaz.M.87.1644A.
German (Pape)
[Seite 616] ἡ. das Zwillingsgebären, Arist. gen. anim. 4, 4.
Russian (Dvoretsky)
δῐδῠμοτοκία: ἡ рождение двойни Arst.
Greek (Liddell-Scott)
δῐδῠμοτοκία: ἡ, γέννησις διδύμων, Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 4. 4, 38.
Greek Monolingual
διδυμοτοκία, η (Α) διδυμοτόκος
γέννηση διδύμων.