εὐαρδής
From LSJ
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
English (LSJ)
ές, well-watered, γῆ Agath.5.12.
German (Pape)
[Seite 1057] ές, gut bewässernd, ὕδατα, Plut. qu. n. 4, l. d.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui arrose bien.
Étymologie: εὖ, ἄρδω.
Russian (Dvoretsky)
εὐαρδής: хорошо орошающий (ὕδατα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐαρδής: -ές, ὁ καλῶς ἀρδεύων, ποτίζων, Πλούτ. 2. 912F· πιθαν. ἐσφαλ. γραφ. ἀντὶ εὐαλδής.
Greek Monolingual
εὐαρδής, -ές (Α)
1. αυτός που αρδεύεται, που ποτίζεται καλά («εὐαρδὴς γῆ», Αγαθ.)
2. αυτός που αρδεύει, που ποτίζει καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αρδης (< άρδω), πρβλ. νεο-αρδής].