θηλύφρων
From LSJ
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
English (LSJ)
ον, gen. ονος, effeminate, Ar. Ec.110 (= Trag.Adesp.51), Vett.Val.104.21.
German (Pape)
[Seite 1208] ον, weibisch gesinnt, weibisch, Ar. Eccl. 110.
Russian (Dvoretsky)
θηλύφρων: 2, gen. ονος с женским складом ума: γυναικῶν θ. ξυνουσία Arst. женское собрание.
Greek (Liddell-Scott)
θηλύφρων: -ον, θηλυπρεπής, ἐκτεθηλυμμένος, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 110.
Greek Monolingual
-ον (Α θηλύφρων, -ον)
αυτός που σκέπτεται σαν γυναίκα, θηλυπρεπής, θηλυδρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -φρων (< φρην), πρβλ. άφρων, εχέφρων].