θυμαίνω

From LSJ
Revision as of 13:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμαίνω Medium diacritics: θυμαίνω Low diacritics: θυμαίνω Capitals: ΘΥΜΑΙΝΩ
Transliteration A: thymaínō Transliteration B: thymainō Transliteration C: thymaino Beta Code: qumai/nw

English (LSJ)

Ep.impf. θυμαίνεσκον A.R.3.1326: (θυμός):—to bewroth, angry, Hes.Sc.262, Ar.Nu.610; τινι at one, ib.1478, Eup.191.

German (Pape)

[Seite 1222] zürnen; ὄμμασι θυμήνασαι Hes. Sc. 262; τινί, auf Jemand, Ar. Nubb. 1478. Das med. bei Hesych. erkl. ὀργίζεται.

French (Bailly abrégé)

être irrité, τινι contre qqn.
Étymologie: θυμός.

Russian (Dvoretsky)

θῡμαίνω: (fut. θυμᾰνῶ) гневаться, сердиться (ἐς ἀλλήλους Hes.): θ. τινί Arph. сердиться на кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμαίνω: μέλλ. -ᾰνῶ, (θυμὸς) ὀργίζομαι, θυμώνω, ὄμμασι θυμήνασαι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 262, Ἀριστοφ. Νεφέλ. 609· τινί, ἐναντίον τινός, αὐτόθι 1478, Εὔπολ. ἐν Μαρ. 21.

Greek Monolingual

θυμαίνω (ΑΜ) θυμός (ενεργ
και μέσ.) οργίζομαι, θυμώνω.

Greek Monotonic

θῡμαίνω: μέλ. -ᾰνω (θυμός), είμαι οργισμένος, θυμωμένος, σε Ησίοδ., Αριστοφ.

Middle Liddell

θῡμαίνω, θυμός
to be wroth, angry, Hes., Ar.